- κατευοδώνω
- κατευοδώνω, κατευόδωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κατευοδώνω — και καταυοδώνω (AM κατευοδῶ, όω, Μ και κατευ[γ]οδώνω και καταυ[γ]οδώνω και κατοβοδώνω) κατευθύνω κάποιον σε σωστό δρόμο, σε αίσιο πέρας, παρέχω ευτυχή οδό, πρόοδο νεοελλ. μσν. 1. συνοδεύω με ευχές κάποιον που φεύγει, ξεβγάζω, ξεπροβοδίζω,… … Dictionary of Greek
κατευοδώνω — ωσα, ώθηκα, κατευοδωμένος, η, ο, και καταβοδώνω 1. κατευθύνω κάποιον σε καλό δρόμο, σε αίσιο τέλος, κατορθώνω, πραγματοποιώ. 2. (συνήθ. σε ευχή), εύχομαι σε κάποιον κατευόδιο, καλό ταξίδι, τον ξεπροβοδίζω, τον ξεβγάζω: Θα σε κατευοδώσω ως την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατευόδωμα — το (Μ κατευόδωμα[ν] και καταυόδωμα[ν]) [κατευοδώνω] 1. η ενέργεια τού κατευοδώνω, το ξεπροβόδισμα κάποιου που φεύγει, η προπομπή κάποιου με ευχές 2. κατευόδωση, επιτυχία, αίσια έκβαση, ευδοκίμηση μσν. 1. καθοδήγηση, κανόνας ζωής 2. κατόρθωμα,… … Dictionary of Greek
προβοδώ — άω και προβοδώνω και προβοδίζω, Ν προπέμπω κάποιον που αναχωρεί, ξεβγάνω, κατευοδώνω, ξεπροβοδώ («τής Αρετής τά προβοδά με τον επιστολάρη», δημ. τραγούδι) 2. στέλνω μήνυμα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προβοδώ < αμάρτυρο αρχ. *προ ευοδῶ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ακατευόδωτος — η, ο [κατευοδώνω] αυτός που δεν τόν κατευόδωσαν … Dictionary of Greek
απολογιάζω — (I) (Μ ἀπολογιάζω) [απολογία] 1. κατευοδώνω 2. απολύω, διώχνω 3. αποκρούω, απωθώ μσν. 1. κάνω έξωση 2. εκδιώκω, εξορίζω. (II) [από + λογιάζω] σκέφτομαι οριστικά κάτι … Dictionary of Greek
ευοδώνω — και ευοδώ και βοδώνω (ΑΜ εὐοδῶ, όω Μ και εὐοδώνω και εὐγοδώνω και βοδώνω και βγοδώνω) νεοελλ. μσν. 1. βάζω κάτι σε καλό δρόμο, το οδηγώ σε αίσιο τέλος, πραγματοποιώ, πετυχαίνω, καταφέρνω κάτι 2. εκτελώ γρήγορα και με επιτυχία κάποια εργασία,… … Dictionary of Greek
ευτυχαποστέλλω — εὐτυχαποστέλλω (Μ) κατευοδώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ τυχώς + απο στέλλω] … Dictionary of Greek
καλοστρατίζω — 1. (μτβ.) οδηγώ κάποιον από βατό, ίσιο δρόμο, τόν κατευθύνω καλά, τόν χειραγωγώ στον ίσιο δρόμο 2. κατευοδώνω κάποιον, τού εύχομαι «καλή στράτα», τόν ξεπροβοδώ, τόν ξεβγάζω 3. μτφ. δίνω σε κάποιον καλή, ηθική κατεύθυνση, τόν προτρέπω στο καλό,… … Dictionary of Greek
καταβοδώνω — βλ. κατευοδώνω … Dictionary of Greek